- θυγάτηρ
- ἡ θυγάτηρ, τρός дочь
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
Древнегреческо-русский учебный словарь. - С-П.: "Нотабене". 1997.
θυγάτηρ — θυγάτηρ, ἡ (ΑΜ) βλ. θυγατέρα … Dictionary of Greek
θυγατήρ — θυγάτηρ daughter fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγάτηρ — daughter fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατράσι — θυγάτηρ daughter fem dat pl θυγάτηρ daughter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατράσιν — θυγάτηρ daughter fem dat pl θυγάτηρ daughter fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρί — θυγάτηρ daughter fem dat sg θυγάτηρ daughter fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρός — θυγάτηρ daughter fem gen sg θυγάτηρ daughter fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατροῖν — θυγάτηρ daughter fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατρῶν — θυγάτηρ daughter fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατέρα — θυγάτηρ daughter fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατέρας — θυγάτηρ daughter fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)